- σταιτίτης
- και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α1. ο σταίτινος*2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.